Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειράξουν (ρήμα) - (παρόμοια:
πετάξουν
-
πειράζω
)
Συνώνυμα
ενοχλώ
προκαλώ
ερεθίζω
ενοχλούν
4
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθησυχάζω
ανακουφίζω
3
Ορισμός
Ενοχλώ κάποιον με πειράγματα ή αστεία.
Προκαλώ κάποιον με σκοπό να τον ενοχλήσω ή να τον διασκεδάσω.
2
Παραδείγματα
Μην πειράζεις τον αδερφό σου, τον κάνεις να θυμώνει.
Τα παιδιά πειράζουν τη γάτα με τα νήματα.
2