1. Λέξη
    πειράξουν (ρήμα) - (παρόμοια: πετάξουν - πειράζω)
  2. Συνώνυμα
    • ενοχλώ
    • προκαλώ
    • ερεθίζω
    • ενοχλούν
    4
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθησυχάζω
    • ανακουφίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Ενοχλώ κάποιον με πειράγματα ή αστεία.
    • Προκαλώ κάποιον με σκοπό να τον ενοχλήσω ή να τον διασκεδάσω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μην πειράζεις τον αδερφό σου, τον κάνεις να θυμώνει.
    • Τα παιδιά πειράζουν τη γάτα με τα νήματα.
    2