1. Λέξη
    πειραματόζωο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πειραματικός)
  2. Συνώνυμα
    • δοκιμαστικό ζώο
    • πειραματικό ζώο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ζώο που χρησιμοποιείται σε επιστημονικά πειράματα για την εξέταση φαρμάκων, θεραπειών ή άλλων επιστημονικών ερευνών.
    • Οποιοδήποτε ζώο υποβάλλεται σε πειράματα για επιστημονικούς ή ιατρικούς σκοπούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πειραματόζωο χρησιμοποιήθηκε για τη δοκιμή του νέου φαρμάκου.
    • Οι επιστήμονες χρησιμοποιούν πειραματόζωα για να μελετήσουν τις επιπτώσεις της ασθένειας.
    2