Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειραματόζωο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πειραματικός
)
Συνώνυμα
δοκιμαστικό ζώο
πειραματικό ζώο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ζώο που χρησιμοποιείται σε επιστημονικά πειράματα για την εξέταση φαρμάκων, θεραπειών ή άλλων επιστημονικών ερευνών.
Οποιοδήποτε ζώο υποβάλλεται σε πειράματα για επιστημονικούς ή ιατρικούς σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Το πειραματόζωο χρησιμοποιήθηκε για τη δοκιμή του νέου φαρμάκου.
Οι επιστήμονες χρησιμοποιούν πειραματόζωα για να μελετήσουν τις επιπτώσεις της ασθένειας.
2