Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειραματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πειρατικός
-
δραματικός
-
πειραματόζωο
-
πειστικός
-
θεαματικός
-
μελοδραματικός
-
πραγματικός
-
πνευματικός
-
ακροαματικός
-
πειρασμός
-
σωματικός
-
θεματικός
)
Συνώνυμα
δοκιμαστικός
προσχετικός
προσωρινός
3
Αντώνυμα
οριστικός
τελικός
σταθερός
3
Ορισμός
που γίνεται με σκοπό τη δοκιμή ή την εξέταση κάποιου πράγματος πριν από την οριστική του υλοποίηση
που χαρακτηρίζεται από την επιθυμία να δοκιμάσει νέες εμπειρίες ή ιδέες
2
Παραδείγματα
Η πειραματική μέθοδος είναι βασική στην επιστημονική έρευνα.
Έκανε μια πειραματική προσέγγιση για να δει αν η ιδέα του θα λειτουργούσε.
2