1. Λέξη
    πεπερόνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: περόνη - πεπόνι)
  2. Συνώνυμα
    • κουμπί
    • αγκράφα
    • πόρπη
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκόλληση
    • ξεκόλλημα
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό μεταλλικό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ή τη στερέωση ενδυμάτων.
    • Συσκευή ή εξάρτημα που χρησιμεύει στην ενίσχυση ή στη σύνδεση διαφόρων αντικειμένων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πέπλο κρατιόταν στη θέση του με ένα όμορφο πεπερόνι.
    • Έχασε το πεπερόνι από το παλτό του και δεν μπορούσε να το κουμπώσει.
    2