Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περόνη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πεπερόνι
-
περιφρόνηση
)
Συνώνυμα
καρφίτσα
καρφίτσα μαλλιών
κλιπ
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό μεταλλικό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα μαλλιά στη θέση τους.
Είδος αγκίστρου ή καρφίτσας που χρησιμοποιείται σε διάφορες εφαρμογές.
2
Παραδείγματα
Η περόνη κράτησε τα μαλλιά της σε μια κομψή κότσα.
Χρησιμοποίησε μια περόνη για να στερεώσει το σκίτσο στον τοίχο.
2