1. Λέξη
    πεπρωμένο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πληρωμένο)
  2. Συνώνυμα
    • μοίρα
    • τύχη
    • προορισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • τυχαιότητα
    • απροσδόκητο
    2
  4. Ορισμός
    • Η προκαθορισμένη πορεία ή κατάληξη της ζωής ενός ανθρώπου, όπως πιστεύεται ότι καθορίζεται από ανώτερες δυνάμεις.
    • Η αναπόφευκτη μοίρα ή τύχη που δεν μπορεί να αλλάξει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πεπρωμένο του ήταν να γίνει ένας μεγάλος ηγέτης.
    • Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας.
    2