Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πεπρωμένο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πληρωμένο
)
Συνώνυμα
μοίρα
τύχη
προορισμός
3
Αντώνυμα
τυχαιότητα
απροσδόκητο
2
Ορισμός
Η προκαθορισμένη πορεία ή κατάληξη της ζωής ενός ανθρώπου, όπως πιστεύεται ότι καθορίζεται από ανώτερες δυνάμεις.
Η αναπόφευκτη μοίρα ή τύχη που δεν μπορεί να αλλάξει.
2
Παραδείγματα
Το πεπρωμένο του ήταν να γίνει ένας μεγάλος ηγέτης.
Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας.
2