Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληρωμένο (επίθετο) - (παρόμοια:
πληρωμένος
-
πληρωμή
-
πεπρωμένο
-
πληγωμένος
-
πληρωθώ
)
Συνώνυμα
εξοφλημένο
καταβλημένο
τελειωμένο
3
Αντώνυμα
απλήρωτο
εκκρεμές
ακατάβαλο
3
Ορισμός
που έχει πληρωθεί πλήρως
που έχει εξοφληθεί
που έχει ολοκληρωθεί η πληρωμή του
3
Παραδείγματα
Το ενοίκιο είναι πληρωμένο μέχρι το τέλος του μήνα.
Έχω πληρωμένο το εισιτήριο για την παράσταση.
2