Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περήφανος (επίθετο) - (παρόμοια:
υπερήφανος
)
Συνώνυμα
υπερήφανος
αλαζόνας
αυτάρεσκος
3
Αντώνυμα
ταπεινός
ντροπαλός
μετριόφρων
3
Ορισμός
που νιώθει ιδιαίτερη ικανοποίηση για τα επιτεύγματά του ή για κάτι που τον αφορά
που εκφράζει ή δείχνει αυτή την ικανοποίηση
2
Παραδείγματα
Ήταν περήφανος για τις επιδόσεις του στο σχολείο.
Η περήφανη μητέρα κοιτούσε το παιδί της να παίρνει το βραβείο.
2