1. Λέξη
    περήφανος (επίθετο) - (παρόμοια: υπερήφανος)
  2. Συνώνυμα
    • υπερήφανος
    • αλαζόνας
    • αυτάρεσκος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ταπεινός
    • ντροπαλός
    • μετριόφρων
    3
  4. Ορισμός
    • που νιώθει ιδιαίτερη ικανοποίηση για τα επιτεύγματά του ή για κάτι που τον αφορά
    • που εκφράζει ή δείχνει αυτή την ικανοποίηση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ήταν περήφανος για τις επιδόσεις του στο σχολείο.
    • Η περήφανη μητέρα κοιτούσε το παιδί της να παίρνει το βραβείο.
    2