Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπερήφανος (επίθετο) - (παρόμοια:
περήφανος
)
Συνώνυμα
περήφανος
αλαζονικός
αυτάρεσκος
3
Αντώνυμα
ταπεινός
μετριόφρων
νεκρωμένος
3
Ορισμός
που νιώθει μεγάλη ικανοποίηση για τα επιτεύγματά του ή για κάτι που τον αφορά
που δείχνει υπερβολική αυτοπεποίθηση ή αλαζονεία
που χαρακτηρίζεται από μεγαλοπρέπεια ή επιβλητικότητα
3
Παραδείγματα
Ο πατέρας μου ήταν υπερήφανος για τις επιδόσεις μου στο σχολείο.
Η υπερήφανη στάση του τον έκανε να φαίνεται απρόσιτος.
Το υπερήφανο κτήριο δεσπόζει πάνω από την πλατεία.
3