Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περίβολος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
περίπολος
-
περίγελος
-
περίοδος
)
Συνώνυμα
κήπος
αυλή
χώρος
3
Αντώνυμα
ανοικτός χώρος
απέραντο
2
Ορισμός
Κλειστός χώρος γύρω από ένα κτίριο ή μια κατοικία, συνήθως φυτεμένος με δέντρα και λουλούδια.
Χώρος που περιβάλλεται από τοίχο ή φράχτη.
2
Παραδείγματα
Ο περίβολος του σπιτιού ήταν γεμάτος με τριαντάφυλλα.
Οι μαθητές παίζουν στον περίβολο του σχολείου.
2