Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περίγελος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
περίβολος
-
περίπολος
-
περίοδος
)
Συνώνυμα
γελοιοποίηση
χλευασμός
περιφρόνηση
3
Αντώνυμα
σεβασμός
εκτίμηση
προσοχή
3
Ορισμός
Η πράξη του να γελοιοποιείς κάποιον ή κάτι.
Η κατάσταση του να γίνεσαι αντικείμενο χλευασμού.
2
Παραδείγματα
Ο περίγελος που δέχτηκε μείωσε την αυτοπεποίθησή του.
Η συμπεριφορά του προκάλεσε περίγελο μεταξύ των συναδέλφων του.
2