Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περαστική (επίθετο) - (παρόμοια:
περαστικά
-
περαστικός
-
υπεραστικός
)
Συνώνυμα
προσωρινή
παροδική
σύντομη
3
Αντώνυμα
μόνιμη
διαρκής
σταθερή
3
Ορισμός
που διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα
που δεν είναι μόνιμη
2
Παραδείγματα
Η περαστική ευτυχία του έδωσε μια γεύση από το τι θα μπορούσε να είναι η ζωή του.
Οι περαστικές στιγμές χαράς πρέπει να τις εκτιμάμε όσο διαρκούν.
2