Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπεραστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
περαστικός
-
δραστικός
-
αστικός
-
υπερβολικός
-
κουραστικός
-
υπερφυσικός
-
σπαστικός
-
περαστική
-
βιαστικός
-
πλαστικός
-
περαστικά
-
υποθετικός
-
υπερασπίζω
-
δικαστικός
)
Συνώνυμα
εξαιρετικός
εξωτικός
εξωπραγματικός
3
Αντώνυμα
κοινός
συνηθισμένος
προσγειωμένος
3
Ορισμός
Πολύ διαφορετικός από το συνηθισμένο ή το φυσιολογικό, που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια.
Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάτι που βρίσκεται πέρα από τα αστέρια ή το σύμπαν.
2
Παραδείγματα
Η υπεραστική ομορφιά του τοπίου τον έκανε να νιώσει σαν να βρίσκεται σε άλλο κόσμο.
Οι υπεραστικές θεωρίες του επιστήμονα προκάλεσαν μεγάλη συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα.
2