Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περικυκλώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
περικυκλωμένος
)
Συνώνυμα
περικλείω
αποκλείω
περιαστίζω
περικυκλώνω
4
Αντώνυμα
απελευθερώνω
αποκλείω
ξεκολλάω
3
Ορισμός
Περικυκλώνω σημαίνει να περιβάλλω κάτι ή κάποιον από όλες τις πλευρές.
Επίσης, μπορεί να σημαίνει να αποκλείω κάποιον ή κάτι από μια συγκεκριμένη περιοχή.
2
Παραδείγματα
Οι στρατιώτες περικύκλωσαν το κάστρο.
Το σχολείο περικυκλώθηκε από τα πλήθη των μαθητών.
2