1. Λέξη
    περικυκλώνω (ρήμα) - (παρόμοια: περικυκλωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • περικλείω
    • αποκλείω
    • περιαστίζω
    • περικυκλώνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • απελευθερώνω
    • αποκλείω
    • ξεκολλάω
    3
  4. Ορισμός
    • Περικυκλώνω σημαίνει να περιβάλλω κάτι ή κάποιον από όλες τις πλευρές.
    • Επίσης, μπορεί να σημαίνει να αποκλείω κάποιον ή κάτι από μια συγκεκριμένη περιοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι στρατιώτες περικύκλωσαν το κάστρο.
    • Το σχολείο περικυκλώθηκε από τα πλήθη των μαθητών.
    2