Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περικυκλωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
περικυκλώνω
-
περιορισμένος
-
περασμένος
)
Συνώνυμα
περικλεισμένος
περικυκλωμένος
αποκλεισμένος
3
Αντώνυμα
ανοιχτός
ελεύθερος
απεριόριστος
3
Ορισμός
Που έχει περιβαλλεί από όλες τις πλευρές.
Που βρίσκεται σε κατάσταση αποκλεισμού ή περικύκλωσης.
2
Παραδείγματα
Ο στρατός ήταν περικυκλωμένος από εχθρικές δυνάμεις.
Η πόλη ήταν περικυκλωμένη από τείχη.
2