1. Λέξη
    περιφρονώ (ρήμα) - (παρόμοια: περιφρόνηση)
  2. Συνώνυμα
    • αψηφώ
    • καταφρονώ
    • περιγελώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σεβόμαι
    • τιμώ
    • εκτιμώ
    3
  4. Ορισμός
    • Αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με έλλειψη σεβασμού ή σοβαρότητας.
    • Εμφανίζω υπεροψία ή αδιαφορία απέναντι σε κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δεν πρέπει να περιφρονείς τις συμβουλές των μεγαλύτερων.
    • Περιφρόνησε όλες τις προειδοποιήσεις και συνέχισε με το σχέδιό του.
    2