1. Λέξη
    περιφρόνηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: περιφρονώ - περιήγηση - περόνη - περιποίηση)
  2. Συνώνυμα
    • αδιαφορία
    • καθόρεξη
    • περιφρόνηση
    • απέχθεια
    4
  3. Αντώνυμα
    • σεβασμός
    • εκτίμηση
    • προσοχή
    • αγάπη
    4
  4. Ορισμός
    • Η έλλειψη σεβασμού ή εκτίμησης για κάποιον ή κάτι.
    • Η στάση της αδιαφορίας ή της υποτίμησης απέναντι σε κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η περιφρόνηση που έδειξε απέναντι στους συναδέλφους του τον έκανε αντιπαθή.
    • Μεγάλη περιφρόνηση υπάρχει για τους κανόνες ασφαλείας σε αυτόν τον οργανισμό.
    2