Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιφρόνηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
περιφρονώ
-
περιήγηση
-
περόνη
-
περιποίηση
)
Συνώνυμα
αδιαφορία
καθόρεξη
περιφρόνηση
απέχθεια
4
Αντώνυμα
σεβασμός
εκτίμηση
προσοχή
αγάπη
4
Ορισμός
Η έλλειψη σεβασμού ή εκτίμησης για κάποιον ή κάτι.
Η στάση της αδιαφορίας ή της υποτίμησης απέναντι σε κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η περιφρόνηση που έδειξε απέναντι στους συναδέλφους του τον έκανε αντιπαθή.
Μεγάλη περιφρόνηση υπάρχει για τους κανόνες ασφαλείας σε αυτόν τον οργανισμό.
2