Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περπατώ (ρήμα) - (παρόμοια:
περπατάω
-
περπατήσω
-
πατώ
)
Συνώνυμα
βαδίζω
πηγαίνω
διασχίζω
3
Αντώνυμα
σταματώ
κάθομαι
ακινητώ
3
Ορισμός
Να κινείται κάποιος με τα πόδια, συνήθως με αργό ή μέτριο ρυθμό.
Να μετακινείται κάποιος από ένα σημείο σε άλλο περπατώντας.
2
Παραδείγματα
Κάθε πρωί περπατώ στο πάρκο για να χαλαρώσω.
Αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το σπίτι του αντί να πάρει το λεωφορείο.
2