Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πατώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παρατώ
-
περπατώ
-
πατάω
-
πατήρ
-
απατώ
)
Συνώνυμα
καταρρέω
αποτυγχάνω
χάνω
3
Αντώνυμα
επιτυγχάνω
κατορθώνω
περνάω
3
Ορισμός
Να μην καταφέρνω κάτι, να αποτυγχάνω.
Να μην περνάω μια εξέταση ή ένα τεστ.
2
Παραδείγματα
Πάτησα στις εξετάσεις και πρέπει να τις ξαναδώσω.
Αν πατήσεις αυτή τη φορά, θα χάσεις την ευκαιρία σου.
2