1. Λέξη
    πατώ (ρήμα) - (παρόμοια: παρατώ - περπατώ - πατάω - πατήρ - απατώ)
  2. Συνώνυμα
    • καταρρέω
    • αποτυγχάνω
    • χάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιτυγχάνω
    • κατορθώνω
    • περνάω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην καταφέρνω κάτι, να αποτυγχάνω.
    • Να μην περνάω μια εξέταση ή ένα τεστ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πάτησα στις εξετάσεις και πρέπει να τις ξαναδώσω.
    • Αν πατήσεις αυτή τη φορά, θα χάσεις την ευκαιρία σου.
    2