-
Λέξη
πετώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πετάω)
-
Συνώνυμα
- ιπτάμαι
- περιφέρομαι
- απογειώνομαι
3
-
Αντώνυμα
- κατεβαίνω
- προσγειώνομαι
- σταματώ
3
-
Ορισμός
- Κινώμαι στον αέρα με τη βοήθεια φτερών ή άλλων μέσων.
- Μετακινούμαι γρήγορα από ένα σημείο σε άλλο.
- Εγκαταλείπω βιαστικά ένα μέρος.
3
-
Παραδείγματα
- Το πουλί πετάει ψηλά στον ουρανό.
- Ο αετός πετάει πάνω από τα βουνά.
- Πέταξε από το σπίτι χωρίς να πει τίποτα.
3