Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πετάω (ρήμα) - (παρόμοια:
πετάλι
-
πετάξω
-
πετώ
-
πετάξουν
-
περπατάω
)
Συνώνυμα
ιπτάμαι
απογειώνομαι
πλέω
3
Αντώνυμα
κατεβαίνω
προσγειώνομαι
σταματώ
3
Ορισμός
Κινώμαι στον αέρα χρησιμοποιώντας φτερά ή άλλα μέσα.
Εκτοξεύω κάτι στον αέρα.
Μετακινούμαι γρήγορα από ένα σημείο σε άλλο.
3
Παραδείγματα
Το πουλί πετάει ψηλά στον ουρανό.
Πέταξα την μπάλα στον φίλο μου.
Αύριο πετάω για Παρίσι για τις διακοπές μου.
3