Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πηδιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
πετιέμαι
)
Συνώνυμα
τρέχω
οκλαδίζω
κάνω πηδηματάκια
3
Αντώνυμα
περπατώ
κυματίζω
κυλώ
3
Ορισμός
Κινώ τα πόδια μου γρήγορα και με ελαφριά κίνηση, συνήθως για να μετακινηθώ.
Πηδώ ελαφρά και γρήγορα.
Κινούμαι με ελαφριά και γρήγορη κίνηση, όπως ένα πουλί ή ένα έντομο.
3
Παραδείγματα
Το παιδί πηδιέται χαρούμενο στο πάρκο.
Ο λαγός πηδιέται στο χορτάρι.
Τα πουλιά πηδιούνται από κλαδί σε κλαδί.
3