1. Λέξη
    πηδιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: πετιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • τρέχω
    • οκλαδίζω
    • κάνω πηδηματάκια
    3
  3. Αντώνυμα
    • περπατώ
    • κυματίζω
    • κυλώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κινώ τα πόδια μου γρήγορα και με ελαφριά κίνηση, συνήθως για να μετακινηθώ.
    • Πηδώ ελαφρά και γρήγορα.
    • Κινούμαι με ελαφριά και γρήγορη κίνηση, όπως ένα πουλί ή ένα έντομο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδί πηδιέται χαρούμενο στο πάρκο.
    • Ο λαγός πηδιέται στο χορτάρι.
    • Τα πουλιά πηδιούνται από κλαδί σε κλαδί.
    3