Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πετιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ρωτιέμαι
-
πηδιέμαι
-
κρατιέμαι
-
πετάγομαι
-
περιπλανιέμαι
)
Συνώνυμα
ορμώ
εφορμώ
επιτίθεμαι
επεμβαίνω
4
Αντώνυμα
αποσύρομαι
υποχωρώ
αποφεύγω
3
Ορισμός
Επιτίθεμαι ξαφνικά και με ορμή σε κάποιον ή κάτι.
Κινούμαι με απότομη κίνηση προς μια κατεύθυνση.
Εμπλέκομαι με ενθουσιασμό ή σφοδρότητα σε μια δραστηριότητα ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο σκύλος πετιόταν πάνω σε όποιον πλησίαζε την αυλή.
Πετιόταν πάντα με μεγάλο ενθουσιασμό στις νέες του ιδέες.
Οι φλόγες πετιόνταν προς τον ουρανό.
3