1. Λέξη
    πετιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: ρωτιέμαι - πηδιέμαι - κρατιέμαι - πετάγομαι - περιπλανιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • ορμώ
    • εφορμώ
    • επιτίθεμαι
    • επεμβαίνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποσύρομαι
    • υποχωρώ
    • αποφεύγω
    3
  4. Ορισμός
    • Επιτίθεμαι ξαφνικά και με ορμή σε κάποιον ή κάτι.
    • Κινούμαι με απότομη κίνηση προς μια κατεύθυνση.
    • Εμπλέκομαι με ενθουσιασμό ή σφοδρότητα σε μια δραστηριότητα ή κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο σκύλος πετιόταν πάνω σε όποιον πλησίαζε την αυλή.
    • Πετιόταν πάντα με μεγάλο ενθουσιασμό στις νέες του ιδέες.
    • Οι φλόγες πετιόνταν προς τον ουρανό.
    3