Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιέζω (ρήμα) - (παρόμοια:
πιέζομαι
)
Συνώνυμα
συμπιέζω
πιέζομαι
προσβάλλω
3
Αντώνυμα
ανακουφίζω
χαλαρώνω
απαλλάσσω
3
Ορισμός
Εφαρμόζω δύναμη σε κάτι για να το συμπιέσω ή να το μεταβάλλω.
Υποβάλλω κάποιον σε πίεση, είτε σωματική είτε ψυχολογική.
Εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει.
3
Παραδείγματα
Πιέζω το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα.
Ο προϊστάμενός του τον πίεζε να ολοκληρώσει την εργασία πριν το τέλος της ημέρας.
Η κατάσταση στην εργασία τον πιέζει ψυχολογικά.
3