1. Λέξη
    πιέζω (ρήμα) - (παρόμοια: πιέζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συμπιέζω
    • πιέζομαι
    • προσβάλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανακουφίζω
    • χαλαρώνω
    • απαλλάσσω
    3
  4. Ορισμός
    • Εφαρμόζω δύναμη σε κάτι για να το συμπιέσω ή να το μεταβάλλω.
    • Υποβάλλω κάποιον σε πίεση, είτε σωματική είτε ψυχολογική.
    • Εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πιέζω το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα.
    • Ο προϊστάμενός του τον πίεζε να ολοκληρώσει την εργασία πριν το τέλος της ημέρας.
    • Η κατάσταση στην εργασία τον πιέζει ψυχολογικά.
    3