1. Λέξη
    πιέζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: πρήζομαι - παίζομαι - πιάνομαι - πιέζω - μεταμφιέζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συμπιέζομαι
    • πιέζω
    • αναγκάζομαι
    • στενάζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανακουφίζομαι
    • χαλαρώνω
    • απελευθερώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω πίεση, είτε σωματική είτε ψυχική.
    • Βρίσκομαι υπό πίεση ή αναγκάζομαι να κάνω κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πιέζομαι πολύ στη δουλειά αυτόν τον καιρό.
    • Νιώθω ότι πιέζομαι να πάρω μια γρήγορη απόφαση.
    2