Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιέζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
πρήζομαι
-
παίζομαι
-
πιάνομαι
-
πιέζω
-
μεταμφιέζομαι
)
Συνώνυμα
συμπιέζομαι
πιέζω
αναγκάζομαι
στενάζω
4
Αντώνυμα
ανακουφίζομαι
χαλαρώνω
απελευθερώνομαι
3
Ορισμός
Νιώθω πίεση, είτε σωματική είτε ψυχική.
Βρίσκομαι υπό πίεση ή αναγκάζομαι να κάνω κάτι.
2
Παραδείγματα
Πιέζομαι πολύ στη δουλειά αυτόν τον καιρό.
Νιώθω ότι πιέζομαι να πάρω μια γρήγορη απόφαση.
2