Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πικρά (επίρρημα) - (παρόμοια:
πικρός
-
πικρία
)
Συνώνυμα
πικρά
οδυνηρά
λυπητερά
3
Αντώνυμα
γλυκά
χαρούμενα
ευχάριστα
3
Ορισμός
Με τρόπο που εκφράζει πίκρα ή θλίψη.
Με δριμύτητα ή σκληρότητα.
2
Παραδείγματα
Έκλαψε πικρά όταν έμαθε τα νέα.
Τον επέπληξε πικρά για τα λάθη του.
2