1. Λέξη
    πικρός (επίθετο) - (παρόμοια: πικρά - πικρία - μικρός - πικρόχολος - παραμικρός)
  2. Συνώνυμα
    • πικραμένος
    • δριμύς
    • αγέρωχος
    3
  3. Αντώνυμα
    • γλυκός
    • ευχάριστος
    • προσηνής
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει έντονη και δυσάρεστη γεύση, συνήθως λόγω παρουσίας ουσιών όπως η κινοίνη ή η καφεΐνη
    • που εκφράζει ή προκαλεί θλίψη, λύπη ή δυσαρέσκεια
    • που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα ή ένταση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο καφές ήταν πολύ πικρός και χρειάστηκε να του προσθέσω ζάχαρη.
    • Η πικρή αλήθεια είναι ότι έχασε όλα του τα χρήματα στο καζίνο.
    • Με πικρά λόγια καταδίκασε τη συμπεριφορά του προς τους υπαλλήλους του.
    3