Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πικρός (επίθετο) - (παρόμοια:
πικρά
-
πικρία
-
μικρός
-
πικρόχολος
-
παραμικρός
)
Συνώνυμα
πικραμένος
δριμύς
αγέρωχος
3
Αντώνυμα
γλυκός
ευχάριστος
προσηνής
3
Ορισμός
που έχει έντονη και δυσάρεστη γεύση, συνήθως λόγω παρουσίας ουσιών όπως η κινοίνη ή η καφεΐνη
που εκφράζει ή προκαλεί θλίψη, λύπη ή δυσαρέσκεια
που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα ή ένταση
3
Παραδείγματα
Ο καφές ήταν πολύ πικρός και χρειάστηκε να του προσθέσω ζάχαρη.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι έχασε όλα του τα χρήματα στο καζίνο.
Με πικρά λόγια καταδίκασε τη συμπεριφορά του προς τους υπαλλήλους του.
3