1. Λέξη
    πιλοτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πιλοτάρω)
  2. Συνώνυμα
    • εισιτήριο
    • δελτίο
    • κάρτα
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Έγγραφο ή κάρτα που επιτρέπει σε κάποιον την είσοδο σε ένα μέρος, όπως θέατρο, κινηματογράφο ή συναυλία.
    • Το κόστος ή η τιμή που πληρώνει κάποιος για να αποκτήσει πρόσβαση σε μια υπηρεσία ή εκδήλωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αγόρασα πιλοτήριο για τη συναυλία του αγαπημένου μου καλλιτέχνη.
    • Το πιλοτήριο για την έκθεση κοστίζει δέκα ευρώ.
    2