Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιλοτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πιλοτάρω
)
Συνώνυμα
εισιτήριο
δελτίο
κάρτα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Έγγραφο ή κάρτα που επιτρέπει σε κάποιον την είσοδο σε ένα μέρος, όπως θέατρο, κινηματογράφο ή συναυλία.
Το κόστος ή η τιμή που πληρώνει κάποιος για να αποκτήσει πρόσβαση σε μια υπηρεσία ή εκδήλωση.
2
Παραδείγματα
Αγόρασα πιλοτήριο για τη συναυλία του αγαπημένου μου καλλιτέχνη.
Το πιλοτήριο για την έκθεση κοστίζει δέκα ευρώ.
2