Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιλοτάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
πιλοτικός
-
πιλοτήριο
)
Συνώνυμα
οδηγώ
κατευθύνω
χειρίζομαι
3
Αντώνυμα
ακολουθώ
υπακούω
2
Ορισμός
Οδηγώ ή ελέγχω τη πορεία ενός οχήματος, ιδιαίτερα ενός αεροπλάνου ή πλοίου.
Καθοδηγώ ή ελέγχω μια διαδικασία ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Ο πιλότος πιλοτάρει το αεροπλάνο με μεγάλη ακρίβεια.
Πρέπει να πιλοτάρουμε προσεκτικά αυτό το έργο για να πετύχουμε τους στόχους μας.
2