1. Λέξη
    πιλοτάρω (ρήμα) - (παρόμοια: πιλοτικός - πιλοτήριο)
  2. Συνώνυμα
    • οδηγώ
    • κατευθύνω
    • χειρίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακολουθώ
    • υπακούω
    2
  4. Ορισμός
    • Οδηγώ ή ελέγχω τη πορεία ενός οχήματος, ιδιαίτερα ενός αεροπλάνου ή πλοίου.
    • Καθοδηγώ ή ελέγχω μια διαδικασία ή μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πιλότος πιλοτάρει το αεροπλάνο με μεγάλη ακρίβεια.
    • Πρέπει να πιλοτάρουμε προσεκτικά αυτό το έργο για να πετύχουμε τους στόχους μας.
    2