Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιστεύεις (ρήμα) - (παρόμοια:
πιστεύετε
-
πιστεύεται
-
πιστεύω
-
πιστεύουν
)
Συνώνυμα
εμπιστεύομαι
θεωρώ
νομίζω
διατείνομαι
4
Αντώνυμα
αμφιβάλλω
δυσπιστώ
απιστώ
3
Ορισμός
Να έχεις πίστη ή εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.
Να θεωρείς κάτι αληθινό ή σωστό χωρίς απόλυτες αποδείξεις.
Να εκφράζεις μια άποψη ή πεποίθηση.
3
Παραδείγματα
Πιστεύω ότι θα έρθει σύντομα.
Πιστεύεις στις παραμυθένιες ιστορίες;
Πιστεύω πως η αλήθεια θα νικήσει.
3