1. Λέξη
    πιστεύεις (ρήμα) - (παρόμοια: πιστεύετε - πιστεύεται - πιστεύω - πιστεύουν)
  2. Συνώνυμα
    • εμπιστεύομαι
    • θεωρώ
    • νομίζω
    • διατείνομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • δυσπιστώ
    • απιστώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχεις πίστη ή εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.
    • Να θεωρείς κάτι αληθινό ή σωστό χωρίς απόλυτες αποδείξεις.
    • Να εκφράζεις μια άποψη ή πεποίθηση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πιστεύω ότι θα έρθει σύντομα.
    • Πιστεύεις στις παραμυθένιες ιστορίες;
    • Πιστεύω πως η αλήθεια θα νικήσει.
    3