1. Λέξη
    πιστεύουν (ρήμα) - (παρόμοια: πιστεύω - πιστεύεις - πιστεύετε - πιστεύεται)
  2. Συνώνυμα
    • εμπιστεύονται
    • θεωρούν
    • διατείνονται
    3
  3. Αντώνυμα
    • απιστούν
    • αμφισβητούν
    • δυσπιστούν
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχουν πίστη ή εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.
    • Να θεωρούν ότι κάτι είναι αληθινό ή σωστό.
    • Να ασπάζονται μια θρησκευτική ή ιδεολογική πεποίθηση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στην επιστήμη για να εξηγήσουν το σύμπαν.
    • Πιστεύουν ότι η αλήθεια θα νικήσει στο τέλος.
    • Οι πιστοί πιστεύουν στα δόγματα της θρησκείας τους.
    3