Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιστεύουν (ρήμα) - (παρόμοια:
πιστεύω
-
πιστεύεις
-
πιστεύετε
-
πιστεύεται
)
Συνώνυμα
εμπιστεύονται
θεωρούν
διατείνονται
3
Αντώνυμα
απιστούν
αμφισβητούν
δυσπιστούν
3
Ορισμός
Να έχουν πίστη ή εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.
Να θεωρούν ότι κάτι είναι αληθινό ή σωστό.
Να ασπάζονται μια θρησκευτική ή ιδεολογική πεποίθηση.
3
Παραδείγματα
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στην επιστήμη για να εξηγήσουν το σύμπαν.
Πιστεύουν ότι η αλήθεια θα νικήσει στο τέλος.
Οι πιστοί πιστεύουν στα δόγματα της θρησκείας τους.
3