Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιστολίδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στολίδι
-
πιστολάς
)
Συνώνυμα
όπλο
ρεβόλβερ
αυτόματο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό χειροκίνητο όπλο που εκτοξεύει σφαίρες.
Συσκευή που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση βλημάτων ή άλλων αντικειμένων.
2
Παραδείγματα
Ο ληστής κρατούσε ένα πιστολίδι κατά της τράπεζας.
Το πιστολίδι του αστυνομικού ήταν φορτωμένο.
2