1. Λέξη
    πιστολάς (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πιστολίδι - πιστά)
  2. Συνώνυμα
    • όπλο
    • ρεβόλβερ
    • πιστόλι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα μικρό χειροκίνητο όπλο που εκτοξεύει σφαίρες.
    • Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη ρίψη ή την εκτόξευση υλικών, όπως η πιστολά χρώματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αστυνομικός έβγαλε την πιστολά του για να αμυνθεί.
    • Χρησιμοποίησε μια πιστολά για να βάψει τον τοίχο.
    2