Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλένω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεπλένω
-
πλέω
-
πλένουμε
-
πλένομαι
)
Συνώνυμα
πλύνω
ξεβγάζω
καθαρίζω
3
Αντώνυμα
λεκιάζω
βρομίζω
μολύνω
3
Ορισμός
Καθαρίζω κάτι με νερό και συνήθως σαπούνι.
Αφαιρώ τις βρωμιές ή τις κηλίδες από ρούχα, πιάτα κ.λπ.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να πλύνω τα ρούχα πριν φορεθούν ξανά.
Κάθε βράδυ πλένω τα πιάτα μετά το δείπνο.
2