1. Λέξη
    πλέω (ρήμα) - (παρόμοια: πλέις - πλέον - πλένω)
  2. Συνώνυμα
    • κολυμπάω
    • περνάω στο νερό
    • ταξιδεύω με πλοίο
    3
  3. Αντώνυμα
    • βυθίζομαι
    • σταματάω
    • ακινητώ
    3
  4. Ορισμός
    • κινώμαι στο νερό με τη βοήθεια των χεριών ή των ποδιών
    • ταξιδεύω με πλοίο ή άλλο πλωτό μέσο
    • μεταφέρομαι ή κινούμαι ελαφρά και αβίαστα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης πλέει κάθε πρωί στη θάλασσα.
    • Το πλοίο πλέει προς τα νησιά.
    • Το φύλλο πλέει στον αέρα.
    3