Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλέον (επίρρημα) - (παρόμοια:
πλέω
-
επιπλέον
)
Συνώνυμα
περισσότερο
και άλλο
ακόμη
3
Αντώνυμα
λιγότερο
ολιγότερο
2
Ορισμός
Σε μεγαλύτερο βαθμό ή ποσότητα.
Επιπλέον, επιπρόσθετα.
Δεν συμβαίνει ή δεν ισχύει πια.
3
Παραδείγματα
Δεν θέλω πλέον να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση.
Πλέον, όλοι έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Αυτό το μοντέλο δεν παράγεται πλέον.
3