Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλακάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σακάκι
-
πλασματάκι
)
Συνώνυμα
πλακίδιο
κουτί
πατάκι
3
Αντώνυμα
μαλακό
ατσάλι
ξύλο
3
Ορισμός
Μικρό επίπεδο τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι από κεραμικό, πέτρα ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται για την κάλυψη δαπέδων ή τοίχων.
Συνήθως κατασκευασμένο από κεραμικό ή πέτρα και διατίθεται σε διάφορα χρώματα και σχέδια.
2
Παραδείγματα
Το πλακάκι στο μπάνιο είναι πολύ όμορφο.
Έβαλα νέο πλακάκι στην κουζίνα.
2