1. Λέξη
    σακάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκάκι - σακουλάκι - σοκάκι - πλακάκι - στικάκι - σακάτης)
  2. Συνώνυμα
    • μπουφάν
    • παλτό
    • ζακέτα
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Εξωτερικό ένδυμα που φοριέται πάνω από άλλα ρούχα, συνήθως με μανίκια και κουμπιά ή φερμουάρ.
    • Ένα ρούχο που χρησιμοποιείται για προστασία από τον καιρό ή για στυλ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Φόρεσε το σακάκι του γιατί έβρεχε.
    • Το νέο του σακάκι ήταν πολύ κομψό.
    2