Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σακάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκάκι
-
σακουλάκι
-
σοκάκι
-
πλακάκι
-
στικάκι
-
σακάτης
)
Συνώνυμα
μπουφάν
παλτό
ζακέτα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Εξωτερικό ένδυμα που φοριέται πάνω από άλλα ρούχα, συνήθως με μανίκια και κουμπιά ή φερμουάρ.
Ένα ρούχο που χρησιμοποιείται για προστασία από τον καιρό ή για στυλ.
2
Παραδείγματα
Φόρεσε το σακάκι του γιατί έβρεχε.
Το νέο του σακάκι ήταν πολύ κομψό.
2