Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλανώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παραπλανώ
-
αποπλανώ
-
πλανήτης
)
Συνώνυμα
απατώ
παραπλανώ
ξεγελώ
3
Αντώνυμα
καθοδηγώ
οδηγώ
ενημερώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον να πιστεύει κάτι που δεν είναι αληθινό.
Προκαλώ σύγχυση ή λάθος κατανόησης σε κάποιον.
Περιφέρομαι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό ή σκοπό.
3
Παραδείγματα
Οι εσφαλμένες πληροφορίες μπορούν να πλανήσουν τον κόσμο.
Πλανιόταν στους δρόμους της πόλης χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
Μην αφήνετε τις διαφημίσεις να σας πλανήσουν.
3