1. Λέξη
    πλανώ (ρήμα) - (παρόμοια: παραπλανώ - αποπλανώ - πλανήτης)
  2. Συνώνυμα
    • απατώ
    • παραπλανώ
    • ξεγελώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθοδηγώ
    • οδηγώ
    • ενημερώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να πιστεύει κάτι που δεν είναι αληθινό.
    • Προκαλώ σύγχυση ή λάθος κατανόησης σε κάποιον.
    • Περιφέρομαι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό ή σκοπό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι εσφαλμένες πληροφορίες μπορούν να πλανήσουν τον κόσμο.
    • Πλανιόταν στους δρόμους της πόλης χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
    • Μην αφήνετε τις διαφημίσεις να σας πλανήσουν.
    3