Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραπλανώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παραπλανητικός
-
πλανώ
-
παραπλάνηση
-
παραπάνω
-
παρακινώ
-
παραποιώ
-
παραπέρα
)
Συνώνυμα
εξαπατώ
γελώ
παρασύρω
παραπλανάω
4
Αντώνυμα
καθοδηγώ
οδηγώ
ενημερώνω
εξηγώ
4
Ορισμός
Κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αληθινό.
Οδηγώ κάποιον σε λάθος δρόμο ή γνώμη.
Προκαλώ σύγχυση ή ασάφεια σε κάποιον.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος παραπλάνησε τους μαθητές με λάθος πληροφορίες.
Μην αφήνετε τις διαφημίσεις να σας παραπλανήσουν.
Η απροσεξία του οδηγού παραπλάνησε τους άλλους οδηγούς.
3