1. Συνώνυμα
    • εξαπατώ
    • γελώ
    • παρασύρω
    • παραπλανάω
    4
  2. Αντώνυμα
    • καθοδηγώ
    • οδηγώ
    • ενημερώνω
    • εξηγώ
    4
  3. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αληθινό.
    • Οδηγώ κάποιον σε λάθος δρόμο ή γνώμη.
    • Προκαλώ σύγχυση ή ασάφεια σε κάποιον.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος παραπλάνησε τους μαθητές με λάθος πληροφορίες.
    • Μην αφήνετε τις διαφημίσεις να σας παραπλανήσουν.
    • Η απροσεξία του οδηγού παραπλάνησε τους άλλους οδηγούς.
    3