Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλασιέ (επίθετο) - (παρόμοια:
πλαστή
-
πλαστός
)
Συνώνυμα
φτιαγμένος
κατασκευασμένος
τεχνητός
3
Αντώνυμα
φυσικός
αυθεντικός
γνήσιος
3
Ορισμός
που έχει κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί από τον άνθρωπο και όχι από τη φύση
που δεν είναι αυθεντικός αλλά απομίμηση ή αντίγραφο
2
Παραδείγματα
Το πλασιέ δέρμα φαίνεται σχεδόν ίδιο με το αληθινό.
Χρησιμοποιούν πλασιέ λουλούδια για τη διακόσμηση του χώρου.
2