1. Λέξη
    πλαστός (επίθετο) - (παρόμοια: πλαστικός - πλαστή - παστός - πλαστικό - πιστός - πλωτός - μαστός - πλασιέ)
  2. Συνώνυμα
    • ψεύτικος
    • τεχνητός
    • απομίμηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • γνήσιος
    • αληθινός
    • φυσικός
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν είναι αληθινός ή γνήσιος
    • που έχει κατασκευαστεί τεχνητά
    • που προέρχεται από απομίμηση ή πλαστογράφηση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αγόρασε ένα πλαστό ρολόι που έμοιαζε πολύ με το αληθινό.
    • Τα πλαστά λουλούδια φαίνονταν σχεδόν ίδια με τα φυσικά.
    • Η πλαστή υπογραφή ήταν τόσο καλή που ξεγέλασε πολλούς.
    3