Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλαστός (επίθετο) - (παρόμοια:
πλαστικός
-
πλαστή
-
παστός
-
πλαστικό
-
πιστός
-
πλωτός
-
μαστός
-
πλασιέ
)
Συνώνυμα
ψεύτικος
τεχνητός
απομίμηση
3
Αντώνυμα
γνήσιος
αληθινός
φυσικός
3
Ορισμός
που δεν είναι αληθινός ή γνήσιος
που έχει κατασκευαστεί τεχνητά
που προέρχεται από απομίμηση ή πλαστογράφηση
3
Παραδείγματα
Αγόρασε ένα πλαστό ρολόι που έμοιαζε πολύ με το αληθινό.
Τα πλαστά λουλούδια φαίνονταν σχεδόν ίδια με τα φυσικά.
Η πλαστή υπογραφή ήταν τόσο καλή που ξεγέλασε πολλούς.
3