Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλαστογραφώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πλαστογραφία
-
πλαστή
)
Συνώνυμα
απομιμούμαι
πλαστοποιώ
αντιγράφω
3
Αντώνυμα
προστατεύω
διατηρώ
εγγυώμαι
3
Ορισμός
Κάνω αντίγραφο έγγραφου, υπογραφής ή έργου τέχνης με σκοπό την εξαπάτηση.
Παράγω κάτι ψεύτικο που μοιάζει με το πρωτότυπο.
2
Παραδείγματα
Ο καλλιτέχνης πλαστογράφησε την υπογραφή του διάσημου ζωγράφου.
Η εταιρεία κατηγορήθηκε ότι πλαστογράφησε τα έγγραφα για να κερδίσει τη δίκη.
2