1. Λέξη
    πλαστογραφία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πλαστογραφώ - φωτογραφία - πορνογραφία - βιογραφία)
  2. Συνώνυμα
    • πλαστογράφηση
    • απάτη
    • αλλοίωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • γνησιότητα
    • αυθεντικότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της παραποίησης ή της κατασκευής ψεύτικων εγγράφων, υπογραφών ή έργων τέχνης με σκοπό την εξαπάτηση.
    • Το αποτέλεσμα της παραπάνω πράξης, δηλαδή το πλαστό έγγραφο ή έργο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καλλιτέχνης κατηγορήθηκε για πλαστογραφία αφού διαπίστωσαν ότι πουλούσε αντιγράφη έργα ως πρωτότυπα.
    • Η πλαστογραφία υπογραφών είναι ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση.
    2