Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλαστογραφία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πλαστογραφώ
-
φωτογραφία
-
πορνογραφία
-
βιογραφία
)
Συνώνυμα
πλαστογράφηση
απάτη
αλλοίωση
3
Αντώνυμα
γνησιότητα
αυθεντικότητα
2
Ορισμός
Η πράξη της παραποίησης ή της κατασκευής ψεύτικων εγγράφων, υπογραφών ή έργων τέχνης με σκοπό την εξαπάτηση.
Το αποτέλεσμα της παραπάνω πράξης, δηλαδή το πλαστό έγγραφο ή έργο.
2
Παραδείγματα
Ο καλλιτέχνης κατηγορήθηκε για πλαστογραφία αφού διαπίστωσαν ότι πουλούσε αντιγράφη έργα ως πρωτότυπα.
Η πλαστογραφία υπογραφών είναι ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση.
2