Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλειστηριασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ακρωτηριασμός
)
Συνώνυμα
δημοπρασία
προσφορά
2
Αντώνυμα
αγορά χωρίς δημοπρασία
ιδιωτική πώληση
2
Ορισμός
Η διαδικασία πώλησης ενός αγαθού στον υψηλότερο προσφέροντα.
Η δημόσια πώληση αγαθών ή υπηρεσιών μέσω προσφορών.
2
Παραδείγματα
Ο πλειστηριασμός του σπιτιού έγινε στο δημαρχείο.
Στο διαδικτυακό πλειστηριασμό, οι προσφορές γίνονται μέσω ιστοσελίδας.
2