1. Λέξη
    πλειστηριασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ακρωτηριασμός)
  2. Συνώνυμα
    • δημοπρασία
    • προσφορά
    2
  3. Αντώνυμα
    • αγορά χωρίς δημοπρασία
    • ιδιωτική πώληση
    2
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία πώλησης ενός αγαθού στον υψηλότερο προσφέροντα.
    • Η δημόσια πώληση αγαθών ή υπηρεσιών μέσω προσφορών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πλειστηριασμός του σπιτιού έγινε στο δημαρχείο.
    • Στο διαδικτυακό πλειστηριασμό, οι προσφορές γίνονται μέσω ιστοσελίδας.
    2