Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληγώσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
πληγώσω
-
πληγώνω
)
Συνώνυμα
τραυματίσουν
βλάψουν
πλήξουν
3
Αντώνυμα
γιατρέψουν
θεραπεύσουν
βοηθήσουν
3
Ορισμός
Να προκαλέσουν σωματικό ή ψυχικό πόνο σε κάποιον.
Να προκαλέσουν βλάβη ή ζημιά.
2
Παραδείγματα
Οι σκληρές του λέξεις μπορεί να πληγώσουν τα συναισθήματά της.
Οι απρόσεκτες κινήσεις μπορεί να πληγώσουν τους γύρω σου.
2