1. Λέξη
    πληγώσω (ρήμα) - (παρόμοια: πληγώσουν - πληρώσω - πληγώνω - πληγή - παγώσω - πληγώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • τραυματίσω
    • βλάψω
    • πλήξω
    3
  3. Αντώνυμα
    • θεραπεύσω
    • γιατρέψω
    • βοηθήσω
    3
  4. Ορισμός
    • Να προκαλέσω φυσικό ή ψυχικό πόνο σε κάποιον.
    • Να προκαλέσω ζημιά ή βλάβη σε κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δεν ήθελα να πληγώσω τα συναισθήματά της.
    • Η απρόσεκτη κίνησή του μπορεί να πληγώσει κάποιον.
    2