1. Λέξη
    πλημμυρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: πλημμυρίσει - μυρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • πλημμυρίζω
    • πλημμυρίζω
    • πλημμυρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδειάζω
    • ξεραίνω
    • στερώ
    3
  4. Ορισμός
    • Γεμίζω με νερό ή άλλο υγρό σε σημείο που ξεχειλίζει.
    • Καλύπτω ή γεμίζω κάτι σε μεγάλο βαθμό.
    • Επικρατώ σε μεγάλο βαθμό ή αριθμό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ποταμός πλημμύρισε μετά τις βροχές.
    • Το δωμάτιο πλημμύρισε από το φως του ήλιου.
    • Οι φήμες πλημμύρισαν το χωριό.
    3