Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλημμυρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
πλημμυρίσει
-
μυρίζω
)
Συνώνυμα
πλημμυρίζω
πλημμυρίζω
πλημμυρίζω
3
Αντώνυμα
αδειάζω
ξεραίνω
στερώ
3
Ορισμός
Γεμίζω με νερό ή άλλο υγρό σε σημείο που ξεχειλίζει.
Καλύπτω ή γεμίζω κάτι σε μεγάλο βαθμό.
Επικρατώ σε μεγάλο βαθμό ή αριθμό.
3
Παραδείγματα
Ο ποταμός πλημμύρισε μετά τις βροχές.
Το δωμάτιο πλημμύρισε από το φως του ήλιου.
Οι φήμες πλημμύρισαν το χωριό.
3