Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλημμυρίσει (ρήμα) - (παρόμοια:
πλημμυρίζω
)
Συνώνυμα
πλημμυρίζω
πλημμυρίζει
κατακλύζω
3
Αντώνυμα
ξεραίνω
αποξηραίνω
στερώ υγρασία
3
Ορισμός
Να γεμίσει κάτι με νερό ή άλλο υγρό σε μεγάλη ποσότητα.
Να επικρατήσει σε μεγάλο βαθμό, να υπερχειλίσει.
2
Παραδείγματα
Ο ποταμός πλημμύρισε τα χωράφια μετά τις βροχές.
Ο κόσμος πλημμύρισε τους δρόμους για να δει την παρέλαση.
2