1. Λέξη
    πληρώνουν (ρήμα) - (παρόμοια: πληρώνουμε - πληρώνω - πληρώνομαι - πληρώ - πληρώσω - ιδρώνουν)
  2. Συνώνυμα
    • καταβάλλουν
    • ξοδεύουν
    • αποζημιώνουν
    3
  3. Αντώνυμα
    • εισπράττουν
    • λαμβάνουν
    • κερδίζουν
    3
  4. Ορισμός
    • Να δίνουν χρήματα σε αντάλλαγμα για αγαθά ή υπηρεσίες.
    • Να εκτελούν μια οικονομική υποχρέωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι πελάτες πληρώνουν τα εισιτήρια στο ταμείο.
    • Η εταιρεία πληρώνει τους υπαλλήλους της κάθε μήνα.
    2